Το χιόνι φέτος δεν θα τους έκανε την χάρη να ντύσει με το λευκό του την μεγαλούπολη. Ο χειμώνας είχε προχωρήσει για τα καλά, πλησίαζαν Χριστούγεννα. Η ατμόσφαιρα προσπαθούσε να αναδείξει το εορταστικό της ύφος μέσα από υπερβολικά επίπεδα αιθαλομίχλης. Το αποτέλεσμα θαμπό. Το μόνο που θύμιζε Δεκέμβρη ήταν εκείνο το τσουχτερό κρύο, που διαπερνάει παλτό, κασκόλ και μάλλινες μπλούζες. Το ψύχος που εισχωρεί μέσα από το δέρμα, φτάνει στα κόκαλα, τρυπάει την ίδια την ύπαρξη και σκουντάει τη συνείδηση. Με τον δικό του περίεργο τρόπο, όσο πιο έντονο το κρύο, τόσο πιο πολύ προσπαθεί να ζεστάνει τις καρδιές των ανθρώπων.
Το χιόνι φέτος δεν θα τους έκανε τη χάρη να κρύψει με το λευκό…
του την ασχήμια της πόλης. Κάποιο παιδί στεναχωριέται γι’ αυτό, κάποιος άστεγος χαίρεται που δεν θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει ένα ακόμα πρόβλημα. Είναι χαρούμενος τέτοιες μέρες, όλος ο κόσμος τον θυμάται και του φέρνει και από κάτι. Τους ευχαριστεί όλους με ειλικρινή ευγνωμοσύνη, αλλά και με επίγνωση ότι σε δέκα το πολύ μέρες οι άνθρωποι θα μπουν στους κανονικούς ρυθμούς τους, θα ξεχάσουν το θέμα του, θα ξεχάσουν την ύπαρξή του. Τα άδεια κτίρια της πόλης, πολλά. Δημόσια περιουσία που στέκει μουντή κι εγκαταλειμμένη ενώ θα μπορούσε να προσφέρει μια στέγη για όλους αυτούς τους ανθρώπους. Με μικρό κόστος και λίγη περισσότερη φροντίδα, όλο το χρόνο, δέκα μέρες δεν αρκούν. Τα άδεια δημόσια κτίρια της πόλης γερνάνε χωρίς ζωή μέσα τους, αυτή συνεχίζεται κάτω από τις γέφυρες, μέσα σε χαρτοκιβώτια με την ένδειξη «Εύθραυστο». Πολύ εύθραυστο.
Το χιόνι φέτος δεν θα τους έκανε τη χάρη να γεμίσει τις πίστες στα θέρετρα για σκι. Στο ίδρυμα όμως λίγο τους νοιάζει αυτό. Για να μην πούμε, καθόλου. Όλοι είναι χαρούμενοι που τόσος πολύς κόσμος ήρθε να τους δει, να τους φροντίσει, να τα τους κάνει παρέα. Δώρα και κόσμος και μουσική και γλυκά, ποιος νοιάζεται τώρα για το χιόνι; Εκμεταλλεύονται όλοι τον λιγοστό χρόνο που αποτελούν το κέντρο της προσοχής, κι έχουν μέσα τους μια χαρά, μια τέτοια χαρά, σαν να μην κουβαλούσαν ποτέ το βαρύ φορτίο τους.
Οι άνθρωποι κατακλύζονται από φιλανθρωπικά συναισθήματα με ημερομηνία λήξεως το πολύ την έκτη Ιανουαρίου. Ρίχνουν ψιλά σε κάθε ζητιάνο πιθανώς στην προσπάθειά τους να καλύψουν τις ενοχές που τους δημιουργούνται, όντας οι καταναλωτές και οι προνομιούχοι μέσα σ’ έναν κόσμο που υπάρχει πείνα, φτώχια, αδικία. Ίσως πάλι όντως να αφυπνίζεται η συμπόνια και η αγάπη τους στον συνάνθρωπο που πεινάει, που δεν έχει κάπου να μείνει. Στη συνήθη εκδοχή όμως, τέτοιου είδους συναισθήματα, αφού ξυπνήσουν, τεντωθούν λίγο και ξεμουδιάσουν, πέφτουν κατάκοπα για ύπνο και πάλι από τη νέα χρονιά.
Μια οικογένεια βγαίνει φορτωμένη σακούλες από κάποιο μεγάλο εμπορικό κέντρο. Η μητέρα προσπερνάει έναν ζητιάνο, κοντοστέκεται, μετανιώνει, γυρίζει πίσω και ρίχνει λίγα χρήματα στο κουτί δίπλα του. Κατευθυνόμενη στο αυτοκίνητο, τηλεφωνεί σε κάποια φίλη της για να την ενημερώσει ότι θα πάει τελικά μαζί της στη Χριστουγεννιάτικη γιορτή του συλλόγου για παιδιά με μια αναπηρία που της διαφεύγει. Έτσι κι αλλιώς, με κυνική ειλικρίνεια πρέπει να παραδεχτεί πως ότι κι αν κάνει, δεν μπορεί να σώσει τον κόσμο. Έστω και για λίγες μέρες, μπορεί να είναι λίγο πιο άνθρωπος, και αυτό είναι κέρδος, είναι προσφορά, μαζί και εξιλέωση. Φτάνει στο σπίτι, δυναμώνει λίγο τα καλοριφέρ, τι κρύο και τούτο σήμερα, και μπαίνει να κάνει ένα καυτό μπάνιο να χαλαρώσει.
Παπαδόπουλος Γιώργος για το Freemind.gr