Η στερεοτυπική αντίληψη θέλει την απιστία να είναι στη φύση του άνδρα και τοποθετεί τη γυναίκα στη θέση της πιστής Πηνελόπης που τον περιμένει καρτερικά να επιστρέψει από τις περιπέτειες, κρατώντας το θεσμό του γάμου αλώβητο. Η άπιστη γυναίκα, αποτελεί απειλή για τη κοινωνία και τους θεσμούς της και εξοστρακίζεται ως ανήθικη.
Άλλαξαν οι καιροί, άλλαξαν και τα ήθη και η άπιστη γυναίκα αναγνωρίζεται στη σημερινή κοινωνία δίπλα στον άπιστο άνδρα. Αναλαμβάνουν αμφότεροι την ευθύνη των επιλογών τους κι έρχονται αντιμέτωποι με τις συνέπειες χωρίς ουσιαστικές διαφορές. Το ερώτημα είναι αν η απιστία είναι συμβατή με τη φύση της γυναίκας και η νέα κοινωνική δομή έχει απλά διευκολύνει την έκφρασή της, ή αν αποτελεί καθαρό επιτέλεσμα κοινωνιολογικής εξέλιξης.
Μια μελέτη Βρετανών επιστημόνων σε ζευγάρια μονοζυγωτικών διδύμων, έδειξε ότι γενετικοί παράγοντες επηρεάζουν τη γυναικεία απιστία και τον αριθμό των εραστών που έχει μια γυναίκα. Εκτιμήθηκε ότι ο αριθμός των σεξουαλικών συντρόφων των γυναικών και η τάση τους για απιστία επηρεάζονται σε ποσοστό περίπου 40% από γενετικούς παράγοντες. Αντιθέτως η στάση τους απέναντι στην απιστία δε φάνηκε να επηρεάζεται από τα γονίδια , αλλά από την ανατροφή και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον . Οι επιστήμονες δεν έχουν έχουν εντοπίσει ακριβώς τα γονίδια που επηρεάζουν την σεξουαλική συμπεριφορά των γυναικών, έχουν όμως αρκετές ενδείξεις και η έρευνα συνεχίζεται.
Σύμφωνα με τη βιολογία άλλωστε, ο άνθρωπος είναι πολυγαμικό ον, γεγονός που εξυπηρετεί την εξέλιξη του είδους. Ο άνδρας γονιμοποιεί πολλές γυναίκες και η γυναίκα επιλέγει τον ισχυρότερο κάθε φορά άνδρα με σκοπό τη γέννηση ενός υγιούς, δυνατού απογόνου. Η αλλαγή συντρόφων λοιπόν είναι στη φύση τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας. Όταν η φυσική αυτή τάση συναντά τους κοινωνικούς θεσμούς και τους ηθικούς φραγμούς, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα αυτό που ονομάζουμε ερωτική απιστία.