Πως θα τις περάσετε τις γιορτές; Α, να, ξέρεις τώρα, οικογενειακά.
Η φράση στο στόμα όλων αυτές τις μέρες. Μια μικρή και τυχερή μερίδα του κόσμου κλείνει τον υπερπολυτελή new-age παραδοσιακό ξενώνα στην Αράχοβα, καθώς είναι γνωστό ότι Χριστούγεννα χωρίς σπα, είναι Χριστούγεννα χαμένα. Μια άλλη, εξίσου μικρή, όχι και τόσο τυχερή, ξεραίνει το… ό, τι τέλος πάντων ξεραίνεται, για μια ολιγοήμερη απόδραση σε κάποιο από τα χειμερινά θέρετρα με τα χιονοδρομικά κέντρα, καθώς είναι επίσης γνωστό ότι ο έλληνας το σκι το χει στο γονίδιό του. Οι υπόλοιποι, η συντριπτική πλειοψηφία, δηλώνει άλλοτε με υπερήφανη χαρά, άλλοτε με γλυκιά νοσταλγία, άλλοτε με λαχτάρα και συχνά πυκνά με συγκατάβαση και μια δόση a priori κόπωσης, οικογενειακά.
Θα σταθώ σε αυτούς τους τελευταίους και θα προσπαθήσω να στήσω το σκηνικό. Είναι ένα …
σχετικά νιόπαντρο ζευγάρι. Έχουν κι ένα μικρό παιδί. Αυτή, ας την πούμε Παναγιώτα, είναι από το Αγρίνιο. Αυτός, ας τον πούμε Νίκο, έχει καταγωγή από το Κατάκολο Ηλείας. Ζουν κι εργάζονται στην πρωτεύουσα. Τα βγάζουν πέρα, δόξα το Θεό, έχουν κι οι δυο τις δουλειές τους. Μετά από διαβουλεύσεις, πολιτισμένες συζητήσεις με τους εκατέρωθεν συναδέλφους, καυγάδες και μαλλιοτραβήγματα κατάφεραν να πάρουν άδεια για τις γιορτές τις ίδιες ημερομηνίες. Δυο μέρες άδεια και δυο οι αργίες, έτοιμο το τετραήμερο. Τι θα κάνουν τις γιορτές; Μα οικογενειακά φυσικά. Και μπαίνω τώρα εγώ στη μέση κι αναρωτιέμαι: Με ποιανού την οικογένεια;
Το νεαρό ζευγάρι με το μικρό διεκδικεί τόσο η οικογένεια από το Αγρίνιο, όσο και η οικογένεια από το Κατάκολο. Που θα πάτε φέτος; Μα εκεί δεν ήσαστε και πέρυσι; Ξέρεις πόσο καιρό έχουμε να δούμε το εγγονάκι μας; Μα δεν θα έρθετε ΤΩΡΑ που είναι εδώ και η θεία Ειρήνη από τη Γερμανία; Δεν γνωρίζω, πιθανόν ούτε οι ίδιοι, αν δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την γκρίνια και τα λόγια, ή τις τύψεις και τις ενοχές που δημιουργούνται μέσα τους σε περίπτωση που πράξουν διαφορετικά από τις επιθυμίες των γονέων. Όπως και να χει αποφασίζουν το γνωστό, μια διανυκτέρευση στον έναν, μια στον άλλον, όλοι ικανοποιημένοι, κανένας ξεκούραστος. Βάλε και το πήγαινε-έλα , πάει το τετραήμερο.
Η ελληνική οικογένεια είναι γνωστό ότι είναι πολύ δεμένη. Θεωρείται και ίσως να είναι ένας από τους πυλώνες της κοινωνίας. Επίσης, ο κάθε γονιός είναι γνωστό ότι θέλει να έχει επαφή με τα παιδιά του, σε όποια ηλικία και να είναι αυτά. Όμως κάπου χάνεται το μέτρο. Στην επιθυμία τους να έχουν κοντά τους τα οικεία τους πρόσωπα, πολλές φορές οι μεγαλύτεροι δεν κατανοούν πως το εγγονάκι τους καταντάει μπάλα σε γήπεδο εν μέσω μεγάλου αθλητικού γεγονότος. Δεν βλέπουν πως γεμίζουν με ενοχές το ίδιο τους το παιδί («Παππούδες είμαστε κι εμείς», «Δεν σας λείψαμε καθόλου;» και το κορυφαίο «Μα καλά, ακόμα δεν ήρθατε, φεύγετε κιόλας; Τι καταλάβαμε έτσι;»). Οι γιορτές καταντούν να είναι μια ψυχαναγκαστική διαδικασία για το (κάθε) νεαρό ζευγάρι. Διάχυτος ο εκνευρισμός, ηλεκτρισμένη η ατμόσφαιρα, κάτι τόσο δα να ξεφύγει στη θεία Ειρήνη πάνω από το χοιρινό με καραμελωμένα καρότα (νοερή σημείωση: η γιαγιά πρέπει να κόψει το master chef) και ξέσπασε ο Πόλεμος.
Τέσσερις μέρες μετά, ο καθένας πίσω στη δουλειά του, οι συνάδελφοι ανταλλάσουν ευχές, ρωτάν «Πώς περάσατε;» …οικογενειακά… «Πού πήγατε;» … Κατάκολο… «Πώς ήτανε;»… όπως το λέει και τ’ όνομα, με ωμέγα στο πρώτο ο.
Σημείωση: Δεν έχω απολύτως τίποτα με το πανέμορφο κατά τα άλλα χωριό της Πελοποννήσου, απλά χρησιμοποιήθηκε για λόγους… ηχητικής!
Παπαδόπουλος Γιώργος για το Freemind.gr