Ο τρόπος που τρώμε, δηλαδή η συχνότητα και η ποσότητα είναι κάτι που απασχολεί τους περισσότερους από εμάς, ανεξάρτητα από τα κιλά που έχουμε. Γύρω από το θέμα αυτό υπάρχουν πολλά ερωτήματα που τα βιώνουμε ως αδιέξοδα:
Γιατί τρώω όταν στεναχωριέμαι ή όταν δεν έχω τι να κάνω; Γιατί δεν μπορώ να σταματήσω; Γιατί νιώθω ενοχές; Γιατί η ανάγκη μου για γλυκό είναι ακατανίκητη;…
Από την άλλη υπάρχουν πολλές προκαταλήψεις. Στην κοινωνία μας, επικρατεί η άποψη ότι οι παχείς άνθρωποι είναι απλώς αυτοί που δεν μπορούν να συγκρατηθούν, που είναι αδύναμοι, λαίμαργοι, ίσως και τεμπέληδες. Από την άλλη, οι λεπτοί θεωρούνται άνθρωποι δυναμικοί, διεκδικητικοί και επιτυχημένοι. Κανένας όμως από αυτούς τους χαρακτηρισμούς από μόνος του δεν εξασφαλίζει τη συναισθηματική πληρότητα και την πραγματική αυτοεκτίμηση.
Ας δούμε όμως γιατί το φαγητό είναι κάτι που μπορεί να μας δυσκολεύει ή και να μας χαρακτηρίζει.
Ο τρόπος που τρεφόμαστε είναι κάτι που μαθαίνουμε από τους πρώτους μήνες της ζωής μας, πριν ακόμα μάθουμε να μιλάμε ή να περπατάμε. Ο τρόπος που μας ταϊζει η μητέρα μας, χαράσεται στη μνήμη μας. Αργότερα, στην ενήλικη ζωή μας, όταν αντιμετωπίζουμε στρεσογόνες καταστάσεις, αυτή η μνήμη ξυπνάει.
Για παράδειγμα, ας σκεφτούμε μια μαμά η οποία ταίζει το μικρό παιδί της παρά το γεγονός ότι αυτό δεν πεινάει πιά, μόνο και μόνο για να το κάνει να σταματήσει να φωνάζει. Είναι πολύ πιθανό αυτό το μωρό, ως ενήλικας πιά, να έχει μάθει να γεμίζει ασυνείδητα το στόμα του με φαγητό όποτε θυμώνει ή θέλει να φωνάξει.
Επίσης, ας φανταστούμε ένα παιδί που κλαίει γιατί χρειάζεται μια αγκαλιά, και αντί αυτής παίρνει φαγητό. Ως ενήλικας αργότερα, είναι πολύ πιθανό να αναζητά να ικανοποιήσει μέσω του φαγητού, τις ανάγκες του για τρυφερότητα, αγάπη, φροντίδα κ.ά.
Με λίγα λόγια, μαθαίνουμε μαζί με την τροφή, να καταπίνουμε, συναισθήματα (π.χ. θυμό, αγανάκτηση, ντροπή, φόβο, αγάπη), συμπεριφορές (π.χ. αντί να μιλήσω, τρώω), επιθυμίες, και ανάγκες που δεν ικανοποιούνται, ή δεν βρίσκουν ανταπόκριση από το περιβάλλον μας. Τα πιέζουμε τόσο πολύ που πια δεν μπορούμε να τα δούμε ούτε κι εμείς οι ίδιοι.
Όσο καταπιεστικό κι αν ακούγεται αυτό έχουμε το λόγο μας που το κάνουμε. Η ικανότητά μας να «παγώνουμε» τα συναισθήματά μας μπορεί να αποβεί χρήσιμη, όταν στο περιβάλλον μας δεν υπάρχει κάποιος που να μπορεί να τα ακούσει και να τα αγκαλιάσει. Έτσι, αντίθετα με τις προκαταλήψεις, το να χρησιμοποιώ την τροφή ως υποκατάστατο, είναι τελικά η δύναμή μου, ο τρόπος μου να επιβιώνω, να κάνω υπομονή.
Τι γίνεται όμως όταν το περιβάλλον αλλάζει; Όταν είναι εκεί και προσφέρεται να δώσει αυτό που χρειάζομαι; Τότε ίσως είναι η ώρα να κοιτάξω πέρα από τη σοκολάτα, να βρω πάλι τι είναι αυτό που πραγματικά χρειάζομαι και … να το ζητήσω.