Το χριστουγεννιάτικο πνεύμα είναι εδώ και πάλι. Μαζί του όπως πάντα κουβαλάει και τις αποσκευές του: άρωμα κανέλας στα σπίτια, λαμπιόνια στα μπαλκόνια, στολισμένα δέντρα στις βιτρίνες και φυσικά πολύ τέχνη στα μέγαρα. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος ξεκίνησαν από νωρίς οι διαφημίσεις για τα φημισμένα μπαλέτα της Μόσχας, την συμφωνική ορχήστρα της Βιέννης, τον καρυοθραύστη στον πάγο και την ωραία κοιμωμένη, τόσο γλυκιά κι εύθραυστη μέσα στον αιώνιο ύπνο της. Όλα προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού έναντι ενός βαρβάτου εισιτηρίου.
Υπάρχουν κάποιες αδιαμφισβήτητες αλήθειες γύρω από αυτό το θέμα: Σαφώς η τέχνη είναι απαραίτητη στη ζωή του ανθρώπου, γαληνεύει την ψυχή του, του δίνει κίνητρο να σκεφτεί και να πάει ένα βήμα παραπέρα. Φυσικά αυτά τα θεάματα ταιριάζουν απόλυτα με τη “μαγεία” των Χριστουγέννων. Κατανοώ πως πρόκειται για μια άκρως ποιοτική διασκέδαση από την οποία ο εκάστοτε θεατής θα βγει γεμάτος εικόνες και συναισθήματα. Δέχομαι ότι πρόκειται για μεγάλες παραγωγές, άψογες στη σύλληψη και την εκτέλεση τους κι ως εκ τούτου πολύ δαπανηρές. Όλες αυτές τις αλήθειες τις καταλαβαίνω. Με σαράντα ευρώ το εισιτήριο όμως, θα δω το χαζοκούτι μου με άλλο μάτι.
Διότι, καλώς ή κακώς …
όλα τα προαναφερθέντα είναι εμπειρίες που αγαπάς να μοιράζεσαι. Θέλεις να πας με τον άνθρωπό σου, με την οικογένειά σου, με τα μικρά παιδιά σου και το κόστος πολλαπλασιάζεται. Για να παρακολουθήσουν δυο άνθρωποι ένα μπαλέτο, χρειάζονται 80 ευρώ μόνο για τα εισιτήρια – και δεν υπολογίζω τα υπόλοιπα έξοδα της βραδιάς, μετάβαση, κάτι να φας, απλές ανθρώπινες ανάγκες. Με αυτά τα χρήματα, γνωρίζω προσωπικά ζευγάρια τα οποία θα μπορούσαν να περάσουν μέχρι και δέκα μέρες. Το ζύγι είναι άνισο, μια δίωρη ψυχαγωγία δεν είναι αρκετό αντίβαρο όταν στο απέναντι καντάρι τοποθετείς με ευλάβεια τη διαβίωσή σου.
Τώρα θα μου πεις, υπάρχουν και τα οικονομικότερα εισιτήρια. Κοιτάζω το πλάνο θέσεων των εγκαταστάσεων που φιλοξενούν τα θεάματα- υπερπαραγωγές και γελάω δυνατά για να μην κλάψω. Αν είναι να χρειαστώ κιάλια για να παρακολουθήσω κάτι που διαδραματίζεται πολλά μέτρα μπροστά μου, ή να βγω με αυχενικό από την προσπάθεια μου να αποσβέσω το εισιτήριο που πλήρωσα και να απολαύσω την παράσταση από την πίσω πάνω δεξιά γωνία που κατάφερα να κλείσω, ευχαριστώ πολύ, δεν θα πάρω.
Πολλά τα ερωτήματα που προκύπτουν: Η τέχνη για την τέχνη ή η τέχνη για τους ανθρώπους; Αν είναι να κάνεις τέχνη που θα είναι προσιτή μόνο σε μια μικρή ελίτ, ποιος ο λόγος να την κάνεις ευθύς εξαρχής; Γιατί το μέγαρο μουσικής προτιμάει μισογεμάτες αίθουσες με εξωφρενικές τιμές, από το να είχε ουρές αναμονής με ένα πιο λογικό αντίτιμο; Μάλλον επειδή οι ιθύνοντες γνωρίζουν πολύ καλά ότι στο παιχνίδι του θεάματος, οι ξένες μεγάλες παραγωγές είναι τα πιο δυνατά χαρτιά, οι αίθουσες θα γεμίσουν ούτως ή άλλως.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, στη μάχη ανάμεσα στον Τσαικόφσκι και τον Τσαλίκη, καταλήγεις να επιλέγεις τον δεύτερο, από κάποια μαγνητοσκοπημένη προ προ προ περσινή εμφάνιση σε μεγάλη αθηναϊκή πίστα, από αυτές που συνήθως μας σερβίρουν τα κανάλια τα εορταστικά βράδια, με τον ειρωνικό τίτλο “εορταστικά προγράμματα”. Παρακολουθείς να τον ραίνουν με γαρύφαλλα σε εξάρσεις αχαλίνωτου γλεντιού και θυμάσαι τις παλιές καλές εποχές. Με τα λεφτά.
Τσαικόφσκι – Τσαλίκης, σημειώσατε δύο. Δε βαριέσαι, από Τσα και οι δύο, μικρή η διαφορά.
Παπαδόπουλος Γιώργος για το Freemind.gr