Έρχεται πάντα κάποια στιγμή που, αν θέλουν να συνεχίσουν ζωντανά κι ακμαία, όλα τα κλασσικά πρέπει να μπουν εκ νέου σε μια διαδικασία κρίσης – πάει να πει, τόσο να περιέλθουν σε μια κρίση, όσο και, τελικά να κριθούν από τους ίδιους ανθρώπους που τα ανέδειξαν εκεί. Η σειρά ταινιών του “πιο-διάσημος-δε-γίνεται” Βρετανού πράκτορα James Bond είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα κινηματογραφικών έργων με φανατικούς θαυμαστές, παθιασμένους πολέμιους και τόνους μελάνης σε κεφάλαια πολλών σελίδων στο μεγάλο βιβλίο της ιστορίας του σινεμά. Ας μην ξεχνάμε ότι η σειρά διατηρεί ακόμα το ρεκόρ των περισσότερων ταινιών-συνεχειών σε αυτό το μεγάλο βιβλίο. Κι έπρεπε λοιπόν να συμβεί το ίδιο.
Όντας ο ίδιος ένας από τους ανθρώπους που μεγάλωσε με τις timeless περιπέτειες του Sean Connery και των άλλων άφθαρτων gentlemen στο ρόλο του πράκτορα 007, είχα βιώσει μια τρομακτική απογοήτευση μετά και την κυκλοφορία του “Quantum of Solace” μερικά χρόνια πριν. Ξενέρωσα, λέγεται. Προβλέψιμη πλοκή, μέτρια (αισθητικά και ερμηνευτικά) επιλογή ηθοποιών, παιδιάστικα σεναριακά ευρήματα. Η πλευρά του ποταμού που είχαμε επιλέξει να σταθούμε σύμμαχοι στην ΜΙ6 και τις θρυλικές περιπέτειες της, ξέμενε, με γοργούς ρυθμούς, από επιχειρήματα και αναχώματα απέναντι σε όλους εκείνους που θεωρούν αυτές τις ταινίες ένα ξεπερασμένο κατάλοιπο των εποχών που οι κατάσκοποι ήταν ενδιαφέροντες. Το ίδιο – εικάζω – συνέβη και με τους ιθύνοντες της σειράς.Ας κάνουμε εδώ μια παύση να αντιληφθούμε το προφανές: το σινεμά είναι η τέχνη του σκηνοθέτη. Όσο δυνατό και να είναι ένα σεναριακό κείμενο, όσο χαμαιλέων υποκριτικά κι αν είναι ένας καλός πρωταγωνιστής, όσο θελκτικά στο μάτι και να είναι τα οπτικά εφέ, μια καλή ταινία είναι μαθηματικά απίθανο να έχει έναν τυχάρπαστο σκηνοθέτη. Συνήθως, άλλωστε, οι μεγαλύτερες ταινίες του παγκόσμιου σινεμά φέρουν σχεδόν αποκλειστικά την υπογραφή του σκηνοθέτη τους ακόμα και στο σενάριο (ή έστω τη σεναριακή ιδέα που, με τη βοήθεια κάποιου, μετατρέπεται σε κινηματογραφικό κείμενο). Αυτό γιατί; Διότι ο μετρ είναι αυτός που αναλαμβάνει, σε πρώτο βαθμό, να οραματιστεί την κινηματογράφηση – να δημιουργήσει στο λευκό πανί του μυαλού του τις εικόνες των οποίων η αλληλουχία θα γίνει… motion picture, να φανταστεί τα πρόσωπα που θα ενσαρκώσουν ρόλους και καταστάσεις, να δομήσει την πλόκη με τρόπο τέτοιο που θα ξετυλίγεται το κουβάρι όπως εκείνος θα ήθελε να συμβαίνει για να διατηρείται το ενδιαφέρον ζωντανό. Κρατώντας τις κουβέντες μας απλές: μια καλή ταινία έχει ανάγκη μια σοβαρή σκηνοθετική ματιά. Κι όχι μόνο το λεγόμενο “κουλτουριάρικο” σινεμά, αλλά κάθε είδους ταινία.
Κλείνοντας την παρένθεση λοιπόν, ας ευχαριστήσουμε την καλή μας νεράιδα που οι παραγωγοί του “Skyfall” μπήκαν, ίσως και για πρώτη φορά στα 40 και πλέον χρόνια ζωής του πράκτορα 007, στη διαδικασία να οραματιστούν τη συνέχεια της ζωής του καθαρά σαν σινεμά και όχι σαν προϊόν με συγκεκριμένα θέλγητρα που απευθύνεται σε συγκεκριμένο κοινό. Θέλω να πω, ναι, μια ταινία James Bond θα κόψει πάντοτε εισιτήρια. Γιατί θα έχει…
γυναίκες μοιραίες και ωραίες, αυτοκίνητα εξωτικά και πανάκριβα, όπλα και κυνηγητό και ατάκες φλεγματικού Βρετανικού χιούμορ που θα αναγκάσουν την αίθουσα να μονολογήσει “oh no he didn’t”. Δεν αρκούν όμως όλα αυτά – ούτε για να δημιουργήσεις το χώρο σου σε ένα κοινό με εντελώς καινούριες κινηματογραφικές προσλαμβάνουσες, ούτε για να πείσεις εκ νέους τους ήδη δικούς σου. Η αναζήτηση αυτή των ιθυνόντων της σειράς έληξε στον άνθρωπο, του οποίου το όνομα είναι τελικά γραμμένο στην ούγια αυτής της ταινίας. Sam Mendes. Ο σκηνοθέτης που μας πυρπόλησε το μυαλό με το αριστούργημα “American Beauty”, πάνω από μια δεκαετία πίσω, είναι εκείνος που πήρε το τιμόνι της σειράς James Bond και το γύρισε 180 μοίρες ανάποδα. Και ουσιαστικά έσωσε μια παρτίδα ολότελα χαμένη.
Η ταινία του Mendes, από τη μία, παραμένει ακλόνητα προσηλωμένη στις ρίζες της σειράς. Βρετανικό χιούμορ, car chases, πιστολίδι, κατάσκοποι, τρομοκράτες κι ένας villain με ένα σχέδιο. Από την άλλη όμως, γυμνώνεται με ευκολία από ό,τι κατέληξε περιττό λόγω…γήρατος. Ξεμπερδεύει πολύ γρήγορα με το cliche του κοσμοπολίτικου, στέλνοντας τον 007 σε Κωνσταντινούπολη και Hong Kong μέσα στην πρώτη ώρα της ταινίας, πριν επικεντρώσει απόλυτα την πλοκή στη Βρετανία. Κάνει το ίδιο και με τα διάσημα gadgetάκια που συνήθως κουβαλάει ο σούπερ-πράκτορας. Τίποτα. Ένα πιστόλι κι ένας ασύρματος και “it’s not exactly Christmas”, όπως λέει κι ο ίδιος κατά την παραλαβή τους. Και τι προσθέτει στο cocktail; Σε πρώτη φάση, γερές δόσεις νοσταλγίας από το παρελθόν του 007 για τους λάτρεις της σειράς – την παλιά Aston Martin DB4, το καζίνο αλλά και δύο χαρακτήρες-έκπληξη που αποκαλύπτονται στο φινάλε (no spoilers intended). Πραγματικά, αναρωτιέμαι ποιος fan αυτών των ταινιών δε χαμογέλασε με ικανοποίηση βλέποντας το ιστορικό ασημί αυτοκίνητο να βγαίνει από το γκαραζ βρυχώμενο ή ακούγοντας τον 007 να δίνει για εξέταση τις σφαίρες που τον χτύπησαν, σχολιάζοντας πικρόχολα “it’s for her eyes only”.
Αυτά όμως είναι λεπτομέρειες. Αυτό που πραγματικά δίνει ο Sam Mendes στην ταινία είναι αυτό που σχολιάσαμε αρχικά μέσα στη γενική μπουρδολογία περί κινηματογράφου: σκηνοθετική ματιά. Πλάνα απερίγραπτης αισθητικής, όπως τα φανάρια μέσα στο νερό στο καζίνο του Macau ή το μοναχικό σπίτι μέσα στα παγωμένα highlands της Σκωτίας, γνήσια βρετανική ατμόσφαιρα σε ένα μόνιμα γκρίζο και βροχερό Λονδίνο που δέχεται τρομοκρατική επίθεση, breathtaking φωτισμοί. Για πρώτη φορά εδώ και τόσα χρόνια που βλέπω ταινίες του 007, μπόρεσα να μην παρασυρθώ από τη δράση και να παρατηρήσω αλλά και να θαυμάσω ΑΙΣΘΗΤΙΚΑ την εικόνα που ξετυλίγεται μπροστά στα μάτια μου. Αφαιρετική κινηματογράφηση, ήτοι πηγαίνοντας πίσω στις ρίζες του μέσου. Λιγότερο αντί για περισσότερο. Μινιμαλισμός αντί για μπλιμπλίκια. Κι όλα αυτά βέβαια, να επιτυγχάνουν σε πολλαπλό επίπεδο: ο -πολλάκις δεχόμενος πυρά ως ακατάλληλος για το ρόλο- Daniel Craig επιτέλους μπορεί και ξεδιπλώνει το, αναμφισβήτητο, υποκριτικό του ταλέντο κι ο Javier Bardem κρίνεται ως απολαυστικός σε έναν πραγματικά αξιόλογο ρόλο εχθρού που έχει σαφή και ρεαλιστικό σκοπό: την εκδίκηση. Το less is more concept δε θα μπορούσε να λείπει και από το σενάριο, οπότε ξεχάστε τους διαστημικούς πυραύλους και τα σχέδια για την παγκόσμια κυριαρχία των περασμένων ταινιών. Τα πράγματα βαίνουν σε άκρως προσωπικό επίπεδο, έτσι ώστε να κλείσει, νοηματικά αλλά και κυριολεκτικά ένας κύκλος σεναρίων και να αρχίσει, ελπίζω, κάποιος αντίστοιχος. Η δε Judi Dench, για πρώτη φορά με τόσο ενεργή συμμετοχή σε James Bond ταινία, σχεδόν κλέβει την παράσταση από τους πάντες με την ερμηνεία της.
Η διαδικασία κρίσης στην οποία μπήκε ο πράκτορας 007 ολοκληρώθηκε. Οι κριτικές, στην πλειοψηφία τους, συναίνεσαν και συμφώνησαν. Προσωπικά, δε διστάζω να μιλήσω για το καλύτερο Bond movie εδώ και τουλάχιστον δεκαπέντε με είκοσι χρόνια – και ένα από τα ποιοτικότερα όλων των εποχών. Ας μην κοροϊδευόμαστε: η αθωότητα μας, όλα αυτά που συντρόφεψαν τη διαδρομή μας για να γίνουμε αυτοί που καταλήξαμε να είμαστε, δεν είναι (και δεν πρέπει να είναι) εύκολα διαπραγματεύσιμα και τρωτά. Χάρη σε έναν μεγάλο σκηνοθέτη, μπορούμε ακόμα να δραπετεύουμε από την πολυπλοκότητα και να επιστρέφουμε στην παιδική μας ηλικία με ένα είδος ταινιών που δε χρειάζεται να είναι περισπούδαστο, πολυεπίπεδο ή δυσπρόσιτο. Αρκεί απλά να είναι διασκεδαστικό, καλαίσθητο και να στοχεύει απευθείας σε εκείνο το κομμάτι του συγκινησιακού μας κώδικα που αφορά τη… νοσταλγία.
Και αυτό κάνει δηλαδή, από την πρώτη σεκάνς, με τον James να πέφτει, χτυπημένος από τη σφαίρα, μέσα στο παγωμένο νερό. Το παιδί μέσα σου σκιρτά και κρατά την αναπνοή του – “είναι δυνατόν να πέθανε ο ήρωας;” Κι η φωνή της Adele, καθόλου τυχαία επιλογή μιας τραγουδίστριας που κάποτε θα μνημονεύουμε δίπλα στη Nina Simone και την Etta James, να σου τσακίζει την ψυχή.
“This is the end/Hold your breath and count to ten…”
Ευτυχώς δεν είναι ακόμα το τέλος.
Λουκάς Κωνσταντίνου για το Girlpower.gr